καθημέριος

καθημέριος
καθημέριος, δωρ. τ. καθαμέριος, -ία, -ον (Α)
1. καθημερινός
2. σημερινός, τωρινός, ο κατά τούτη την ημέρα («νῡν σε μοῑρα καθαμερία φθίνειν ἔχει», Σοφ.)
3. (το ουδ. ως επίρρ.) καθημέριον
καθημερινά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φρ. «καθ' ἡμέραν»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • καθημερινά — καθημέριος day by day neut nom/voc/acc pl καθημερινά̱ , καθημέριος day by day fem nom/voc/acc dual καθημερινά̱ , καθημέριος day by day fem nom/voc sg (doric aeolic) καθημερινός day by day neut nom/voc/acc pl καθημερινά̱ , καθημερινός day by day… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθημερινῶν — καθημέριος day by day fem gen pl καθημέριος day by day masc/neut gen pl καθημερινός day by day fem gen pl καθημερινός day by day masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθημερινόν — καθημέριος day by day masc acc sg καθημέριος day by day neut nom/voc/acc sg καθημερινός day by day masc acc sg καθημερινός day by day neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθημέριον — καθημέριος day by day masc acc sg καθημέριος day by day neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθημεριναῖς — καθημέριος day by day fem dat pl καθημερινός day by day fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθημεριναί — καθημέριος day by day fem nom/voc pl καθημερινός day by day fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθημερινοῖς — καθημέριος day by day masc/neut dat pl καθημερινός day by day masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθημερινοί — καθημέριος day by day masc nom/voc pl καθημερινός day by day masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθημερινοῦ — καθημέριος day by day masc/neut gen sg καθημερινός day by day masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθημερινούς — καθημέριος day by day masc acc pl καθημερινός day by day masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”